- ρουκέτα
- και ρουκέττα και ροκέτα, η, Ν1. πύραυλος2. εκτοξευόμενο πυροτέχνημα3. ποσότητα εμετού που εκτοξεύεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rocch-etta, υποκορ. τού rocca «αδράχτι» λόγω τού σχήματος τού πυραύλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουκέτα — η (λ. ιταλ.), πύραυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek
ροκέτα — η, Ν βλ. ρουκέτα … Dictionary of Greek
Μπουρούντι — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Ρουάντα, στα Α και στα Ν με την Τανζανία και στα Δ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρέχεται στα Δ από τη λίμνη Τανγκανίκα.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ρουάντα — Κράτος της Κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Ουγκάντα, στα Δ με το Κόνγκο, και στα Α – ΝΑ με την Τανζανία.H Pουάντα βρίσκεται κυριολεκτικά στην καρδιά της «μαύρης» ηπείρου, ανάμεσα στα ηφαιστειακά βουνά που, κατά μήκος της Pιφτ Bάλεϊ,… … Dictionary of Greek
πύραυλος — ο 1. κινητήρια μηχανή, η οποία εκτός από τα καύσιμα μεταφέρει και το απαραίτητο για την καύση οξειδωτικό, αλλ. ρουκέτα. 2. πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται και σκάει στον αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)